Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Η εκ­κλη­σί­α αυ­τή, α­φιε­ρω­μέ­νη στον πά­πα Ά­γιο Σιλ­βέ­στρο,[1] βρί­σκε­ται κτι­σμέ­νη λί­γα μέ­τρα έ­ξω α­πό το χω­ριό (στην έκθε­ση του 1797 ο­νο­μά­ζε­ται η το­πο­θε­σί­α “Κα­κό­νο­κτο”), δί­πλα στο δρό­μο που ο­δη­γού­σε στην πί­σω πλα­γιά του βου­νού “Ρό­χοι” και α­πό ε­κεί προς τα χω­ριά Σπη­λιά, την Κώ­μη και στα υ­πό­λοι­πα χω­ριά των Κά­τω Με­ρών.
Δεν γνω­ρί­ζου­με το πό­τε κτί­στη­κε, α­φού α­να­φέ­ρε­ται ως υ­πάρ­χου­σα στον πα­λαιό­τε­ρο κα­τά­λο­γο των ε­ξωκ­κλη­σιών της ε­νο­ρί­ας. Απ’ ό­τι φαί­νε­ται, αρ­χι­κά ή­ταν έ­να μι­κρό α­πλό εξωκ­κλή­σι, κτι­σμέ­νο στην ά­κρη ε­νός χω­ρα­φιού που μιας ε­ξαρ­χής α­νή­κε στην ενο­ρί­α. Στη συ­νέ­χεια ε­πι­κρά­τη­σε η ά­πο­ψη να δια­μορ­φω­θεί κα­τάλ­λη­λα ώ­στε να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ως ε­νο­ρια­κό Κοι­μη­τή­ριο, ό­ταν στις αρ­χές του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να α­πα­γο­ρεύ­τη­κε η τα­φή των πι­στών μέ­σα στους ε­νο­ρια­κούς να­ούς. Δε μας εί­ναι γνω­στή η α­κρι­βής χρο­νο­λο­γί­α ού­τε για την α­πα­γό­ρευ­ση, αλ­λά ού­τε και για τις ερ­γα­σί­ες της δια­μόρ­φω­σης της εκ­κλη­σί­ας. Πά­ντως, λο­γι­κά, θα πρέ­πει να δε­χτού­με πως ό­λα αυ­τά συ­νέ­βη­καν στις αρ­χές του 19ου αιώ­να, α­φού στα 1795 που οι­κο­δο­μή­θη­κε ο νέ­ος ε­νο­ρια­κός να­ός του Αγ. Α­ντω­νί­ου, κα­τα­σκευά­στη­καν στο ε­σω­τε­ρι­κό του και τά­φοι, οι ο­ποί­οι και χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν[2]. Α­πό την άλ­λη μεριά, στο λη­ξιαρ­χι­κό Βι­βλί­ο Θα­νά­των που αρ­χί­ζει το 1843, ση­μειώ­νει στην πρώ­τη Πρά­ξη: “Στις 20 Μα­ΐ­ου 1843 πέ­θα­νε ο Ματ­θαί­ος Ρε­μούν­δος, το σώ­μα του ο­ποί­ου στις 21 του τρέ­χο­ντος ε­ντα­φιά­στη­κε στην εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Σιλ­βέ­στρου”. Οι τά­φοι που κα­τα­σκευά­στη­καν ή­ταν 8, έ­νας α­πό τους ο­ποί­ους χρη­σί­μευε ως “αγ­γε­λι­κό μνή­μα”, δη­λα­δή για να ε­ντα­φιά­ζο­νται μό­νο τα μι­κρά παι­διά. Οι τά­φοι ή­ταν αρ­κε­τά βα­θείς λάκ­κοι, κτι­σμέ­νοι, αλ­λά ό­χι σε ε­πι­κοι­νω­νί­α μετα­ξύ τους, ό­που ε­ντα­φιά­ζο­νταν οι νε­κροί, τα ο­στά των ο­ποί­ων έ­βγα­ζαν ό­ταν πια ο τά­φος εί­χε γε­μί­σει και τό­τε τα με­τέ­φε­ραν ό­λα μα­ζί τα ο­στά σε κοι­νο­τάφιο. Οι τά­φοι εί­χαν δυο στό­μια, το πρώ­το (ε­σω­τε­ρι­κό) α­πό πέ­τρα και το άλ­λο (ε­ξωτε­ρι­κό) α­πό μάρ­μα­ρο, ώ­στε να σφρα­γί­ζουν με α­σβέ­στη α­ε­ρο­στε­γώς.
Ό­πως ση­μειώ­σα­με και πα­ρα­πά­νω, το 1976-78, η ε­νο­ρί­α σε συ­νερ­γα­σί­α με τον Σύλ­λο­γο των Σμαρ­δα­κια­νών της Α­θή­νας κατα­σκεύ­α­σαν νέ­ο υπαίθριο κοι­μη­τή­ριο, δί­πλα στην εκ­κλη­σί­α του Αγ. Σιλ­βέ­στρου, μα­ζί με έ­να σύγχρονο ο­στε­ο­φυ­λά­κιο, που να α­ντα­πο­κρί­νε­ται στις ση­με­ρι­νές α­νά­γκες.
Η ει­κό­να του Αγ. Σιλ­βέ­στρου κα­τα­σκευά­στη­κε α­πό λα­ϊ­κό ζω­γρά­φο στο δεύ­τε­ρο μι­σό του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να και χω­ρί­ζε­ται σε δυο ζώ­νες: στην ε­πά­νω ει­κο­νί­ζε­ται ο Ά­γιος Σιλ­βέ­στρος με τα αρ­χιε­ρα­τι­κά του άμ­φια και στη δεύ­τερη ζώ­νη ει­κο­νί­ζε­ται η Α­γί­α Φω­τει­νή (συ­νά­ντη­ση του Ι­η­σού με τη Σα­μα­ρεί­τισ­σα κο­ντά στο πη­γά­δι του Ια­κώβ). Στην εκ­κλη­σί­α αυ­τή τε­λεί­ται η Θ. Λει­τουρ­γί­α κά­θε χρό­νο την η­μέ­ρα την α­φιε­ρω­μέ­νη στους κε­κοι­μη­μέ­νους πι­στούς (2 Νο­εμ­βρί­ου), μα­ζί με τον α­για­σμό των τά­φων και την η­μέ­ρα της ε­ορ­τής του Α­γί­ου.



Τμήμα από το βιβλίο Μικρή Ιστορία του Σμαρδακίτου Της Τήνου. του π. Μάρκου Φώσκολου
 
Top